-
1 κατα-πίμπλημι
κατα-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῠ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.
-
2 καταπιμπλημι
(fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять(τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.)
ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. — в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью -
3 καταπίμπλημι
II c. acc. et gen., fill full of, κ. [ τινὰ]φρονήματος Plu.2.715a
;βίον πολέμων Ph. 1.411
, cf. 2.558:—[voice] Pass.,καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Pl.R. 496d
: also c. dat., ἡδύσμασιν.. καταπεπλησμέν' Antiph.183.4:—[voice] Med., πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς their own tents, Plu.Brut.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίμπλημι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский